Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

από μικρό

  • 1 детство

    детств||о
    с ἡ παιδική ήλικία:
    с самого \детствоа ἀπό παιδί ἀκόμα· в раннем \детствое στήν βρεφική ήλικία, ἀπό μικρό· ◊ впасть в \детство ξαναμωραίνομαι.

    Русско-новогреческий словарь > детство

  • 2 пыжик

    пыжик
    м
    1. (молодой олень) ὁ μικρός τάρανδος·
    2. (мех молодого оленя) γούνα ἀπό μικρό τάρανδο.

    Русско-новогреческий словарь > пыжик

  • 3 живец

    -вца. α. δόλωμα από μικρό ζωντανό ψαράκι.

    Большой русско-греческий словарь > живец

  • 4 жучок

    -чка α.
    1. μικρός κάνθαρος, σκαθαράκι.
    2. ξυλοφάγος (έντομο).
    3. ηλεκτρική ασφάλεια (από μικρό κλωνί καλωδίου).

    Большой русско-греческий словарь > жучок

  • 5 ноготь

    -гтя, γεν. πλθ.α. νύχι•

    обрзать (подстричь) -ти κόβω τα νύχια•

    царапать -ями γρατσουνίζω με τα νύχια•

    у него сошл ноготь του έπεσε (βγήκε) το νύχι•

    у него вырастает ноготь του ξαναγίνεται το νύχι.

    εκφρ.
    с ноготьβλ. στη λ. ноготок• до конников (до конца) -ей μέχρι το κόκκαλο, μέχρι μυελού οστέων, βαμμένος•
    с молодых (младых) -й•, от молодых (младых) -ей – εξ απαλών ονύχων (από μικρό παιδί)•
    прижать к -тю ή подобрать под ноготь кого – υποτάσσω πλήρως.

    Большой русско-греческий словарь > ноготь

  • 6 из

    κ. изо πρόθεση
    από, εκ• σημαίνει:
    1. κίνηση από κάποιο σημείο ή απομάκρυνση ή έξοδο•

    выйти из дому βγαίνω από το σπίτι•

    приехать из города έρχομαι από την πόλη•

    извлечь пулю из раны βγάζω τη σφαίρα από την πληγή•

    поезд пришёл - Москвы το τραίνο ήρθε από τη Μόσχα•

    достать платок из кармана βγάζω το μαντήλι από τη τσέπη•

    река вышла из берегов το ποτάμι, ξεχείλισε•

    вырасти из платья το φόρεμα μου είναι μικρό (επειδή αναπτύχτηκα σωματικά)•

    выйти из терпения χάνω την υπομονή•

    выбиваться из сил εξαντλούμαι, αποκάμω•

    изчезать из виду χάνω από τα μάτια μου, εξαφανίζεται, γίνεται άφαντος.

    2. προέλευση, πηγή•

    знать из газет μαθαίνω από τις εφημερίδες•

    цитата эта из виргилия το τσιτάτο αυτό είναι από το Βιργίλιο•

    из достоверных источников από έγκυρες πηγές•

    человек из Парижа παριζάνος.

    || καταγωγή•

    из рабочей семьи από εργατική οικογένεια•

    он происходит из дворин αυτός κατάγεται από ευγενείς.

    || (δια)χωρνσμό•

    некоторые из учеников μερικοί από τους μαθητές•

    один из них ένας απ αυτούς•

    младший из братьев ο μικρότερος αδελφός.

    3. πολλαπλότητα σύνθεση•

    букет из роз ανθοδέσμη από τριαντάφυλλα•

    комиссия из трёх членов επιτροπή τριμελής•

    стадо из коров и овец κοπάδι από αγελάδες και πρόβατα.

    4. δηλώνει την ύλη από την οποία κατασκευάστηκε•

    ложка из серебра ασημένιο κουτάλι•

    брошка из золота χρυσή καρφίτσα•

    кукла из тряпок κούκλα από κουρέλια•

    варенье из вишен γλυκό από βύσινα•

    мост из железобетона γέφυρα από (με) μπετόν-αρμέ.

    5. διά, με•

    изо всех сил με όλες τις δυνάμεις.

    6. ανάπτυξη•

    из жёлудя вырос дуб από το βαλανίδι μεγάλωσε βαλανιδιά•

    из посёлка возник город από συνοικία έγινε πόλη•

    из либерала он стал реакционером από φιλ,ελεύθερος έγινε αντιδραστικός.

    7. δηλώνει αιτία, αφορμή, σκοπό•

    из зависти από ζήλεια•

    убийство из ревности φόνος από ζηλοφθονία•

    из личных выгод από προσωπικά ωφέλη, από ιδιοτέλεια•

    много шума из пустяков πολύς θόρυβος από το τίποτε•

    из уважения από σεβασμό.

    || παλ. στον, στην, στό•

    он получил двойку из истории αυτός πήρε δυάρι στην ιστορία.

    || μαζί με την πρόθεση «В» σημαίνει επανάλειψη, συνέχεια, διάρκεια•

    из года в год από χρόνο σε χρόνο•

    изо дня в день από μέρα σε μέρα•

    из края в край από άκρη σε άκρη•

    из дома в дом από σπίτι σε σπίτι•

    из рук в руки από χέρι σε χέρι•

    из угла в угол από γωνία σε γωνία.

    Большой русско-греческий словарь > из

  • 7 маленький

    επ.
    1. μικρός•

    маленький дом μικρό σπίτι.

    || κοντός•

    -ое пальто κοντό πανωφόρι.

    || χαμηλός•

    маленький человек κοντός άνθρωπος.

    || σύντομος•

    -ая речь μικρός λόγος (ομιλία).

    || ολιγάριθμος•

    маленький отряд μικρό τμήμα.

    2. άσημος, ασήμαντος•

    -ая роль μικρός ρόλος•

    -ая перемена μικρή αλλαγή•

    я маленький человек εγώ είμαι, ασήμαντος άνθρωπος.

    3. ανήλικος•

    -ие дети μικρά! παιδιά.

    ουσ. -ий, -ая μικρός•

    маленький плачет το μικρό κλαίει•

    -ие и большие μικροί κάι μεγάλοι.

    εκφρ.
    по -ой играть – (χαρτπ.) παίζω με λίγα χρήματα, βάζω λίγα στο χαρτί•
    по -ой выпить – πίνω από λίγο, κουτσοπίνω•
    маленький да удаленький – μικρός, αλλά θαυμαστός.

    Большой русско-греческий словарь > маленький

  • 8 трястись

    тряс||ти́сь
    1. σείομαι, τραντάζομαι:
    \трястисьти́сь от смеха τραντάζομαι (или ξεκαρδίζομαι) ἀπ' τά γέλοια·
    2. (дрожать) τρέμω:
    \трястисьти́сь от холода τρέμω ἀπό τό κρύο· \трястисьти́сь от страха τρέμω ἀπό τό φόβο·
    3. (в экипаже и т. ἡ.) τραντάζομαι:
    \трястисьти́сь в телеге τραντάζομαι ото ἀμάξι·
    4. (над кем-л., чем-л.) ἔχω μήν στάξει καί μήν βρέξει:
    \трястисьти́сь над ребенком τρέμω γιά τό μικρό \трястисьти́сь над копейкой τρέμω γιά τά λεφτά.

    Русско-новогреческий словарь > трястись

  • 9 по...

    πρόθεμα
    I
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. απόκτηση ιδιότητας ή ποιότητας σε μεγάλο ή μικρό βαθμό: побелеть, повзрослеть, подешеветь, покраснеть κλπ.
    2. περιαγωγή της ενέργειας ως το αποτέλεσμα: побрить, погибнуть, посеять.
    3. ενέργεια εκτελούμενη μια φορά: поблагодарить, поглядеть, попросить κλπ.
    4. ενέργεια περιορισμένης διάρκειας: побегать, поговорить, поработать, посидеть κλπ.
    5. αρχή της ενέργειας: побежать, повеять, погнать.
    6. (μόνο από ρ.δ. με επιθέματα «-ыва-» «-ива-» κ. «-ва-») ενέργεια ακαθόριστης διάρκειας ή επανάλειψης: поглядывать, похаживать, почитывать.
    7. ενέργεια μειωμένης έντασης• μικρής ισχύος, επιφανειακού χαρακτήρα: позолотить, помазать, попудрить.
    8. επέκταση της ενέργειας σε όλα ή μερικά αντικείμενα: попадать, помёрзнуть, попрятать.
    9. βαθμιαία ενέργεια: попривыкнуть, понабросать κλπ.. || σχηματίζει ρ.σ. όπως: подарить, пожелать, познакомиться, понравиться, поцеловаться
    II
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό επιθέτων με σημασία:
    1. κατοπινή της σημασίας της ρίζας του επιθέτου: пореформенный, посмертный.
    2. αντιστοιχία της σημασίας της ρίζας και του προθέματος: посильный, поземельный.
    3. αναφερόμενη για το καθένα από τα αντικείμενα, που υποδείχνει η ρίζα.
    Κατά το σχηματισμό του συγκριτικού βαθμού των επιθέτων και επιρρημάτων μειώνει τη σημασία αυτών: поменьше, помоложе, постарше.
    IV
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό επιθέτων και ουσιαστικών με σημ. εγγύτητας ή κατά μήκος: поволжский, пограничный, побережье, подорожник.
    V
    Σε συνδυασμό με επίθετα σχηματίζει επιρρήματα τροπικά: по-новому, по-прежнему, по-русски, по-гречески.
    VI
    Σε συνδυασμό με κτητικές αντωνυμίες σχηματίζει επιρρήματα με σημασία αντιστιχούσα με τη γνώμη ή επιθυμία (κάποιου)•

    по-моему, по-твоему, по-своему κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > по...

  • 10 планка

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > планка

  • 11 кукушка

    θ.
    κούκος (πτηνό). || μικρό τραίνο τοπικής χρήσης (από το γράμμα σειράς παραγωγής Κ.).

    Большой русско-греческий словарь > кукушка

  • 12 немногий

    επ.
    1. (μόνο στον πλθ.) μικρό μέρος μερικοί λίγοι•

    в -их словах με λίγα λόγια•

    -ие вернулись μερικοί γύρισαν.

    2. σε συνδυασμό με
    επ. συγκρ. β. σημαίνει λίγο, ασήμαντα.
    εκφρ.
    за -им дело стало – η καθυστέρηση έγινε από μικροπράγμα.

    Большой русско-греческий словарь > немногий

  • 13 обсевок

    -вка α. (διαλκ.).
    1. άσπαρτο μικρό μέρος χωραφιού.
    2. πλθ. -и υπόλειμμα σπόρου απ ο τη σπορά.
    εκφρ.
    (не) обсевок в поле – (δεν) είμαι χειρότερος από τους άλλους ή τυχαίος.

    Большой русско-греческий словарь > обсевок

  • 14 отделение

    ουδ.
    1. χωρισμός, -μα αποχωρισμός• απόσπαση•

    отделение церкви от государства χωρισμός της εκκλησίας από το κράτος..

    2. ξε-χώριση, διαχώρηση απομόνωση.
    3. παραχώρηση.
    4. έκκριση•

    отделение слюны έκκριση σάλιου.

    5. χώρισμα, μέρος ιδιαίτερο.
    6. (για ιδρύματα, επιχειρήσεις κ.τ.τ.) τμήμα•

    отделение милиции αστυνομικό τμήμα.

    7. παλ. μέρος βιβλίου κ.τ.τ., στήλη εφημερίδας. || (για συναυλίες κ.τ.τ.) μέρος•

    первое отделение концерта πρώτο μέρος της συναυλίας.

    8. (στρατ.) ομάδα, μικρό τμήμα, απόσπασμα.

    Большой русско-греческий словарь > отделение

  • 15 сирин

    α.
    1. Σειρήν βλ. сирена.
    2. μικρό πτηνό από τα γλαυκιδή.

    Большой русско-греческий словарь > сирин

  • 16 чугунок

    -нка α. μικρό δοχείο από χυτοσίδηρο.

    Большой русско-греческий словарь > чугунок

  • 17 шутка

    θ., γεν. πλθ. шуток.
    1. αστείο, αστεϊσμός, χωρατό• χαριεντισμός•

    забавная -φαιδρό αστείο (καλαμπούρι)•

    невинная шутка αθώο (άκακο) αστείο•

    злая шутка μοχθηρό αστείο•

    шутка глупая шутка κουτό αστείο•

    мне не до -ток δεν κάνω (δε δέχομαι) αστεία•

    он не на -у рассердился αυτός θύμωσε στα σοβαρά (όχι στ αστεία)•

    он не понимает -ток αυτός δεν καταλαβαίνει από αστεία•

    остроумная шутка πολύ έξυπνο αστείο•

    обращать всё в -у τα γυρίζω όλα στ αστείο.

    2. μικρό κωμικό έργο.
    εκφρ.
    в -у – αστεία (όχι σοβαρά)•
    не шутка – (ως κατηγ.) δεν είναι αστείο (είναι πολύ σοβαρό)•
    на (или не в) -у – όχι στ σ.στεία (σοβαρά)•
    - и в сторону – τ αστεία στη μπάντα (κατά μέρος)•
    шутка -ой – ήшуткаи -ами τ αστεία ειν αστεία, (όμως...)• радишуткаи χάρη αστειότητας•шуткаи с ним плохи αυτός δε σηκώνει αστεία (παραξηγεί-ται)•шуткаи прочь! άσε τ αστεία•
    шутка ли – δεν είναι αστεία, δεν είναι παίξε-γέλασε (είναι δύσκολα τα πράγματα).

    Большой русско-греческий словарь > шутка

См. также в других словарях:

  • Αγιασματάριο ή Μικρό Ευχολόγιο — Λειτουργικό βιβλίο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, επιτομή του Μεγάλου Ευχολογίου. Το χρησιμοποιούν οι ορθόδοξοι ιερείς όταν τους καλούν στα σπίτια τους οι πιστοί για να τελέσουν τον μικρό αγιασμό ή άλλη παρακλητική ακολουθία. Τα παλαιότερα Α. ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • λίγος — και ολίγος, η, ο (AM ὀλίγος, η, ον, Α και ὀλίος, η, ον, Μ και λίγος, η, ον) 1. μικρός, περιορισμένος ως προς την ποσότητα, το μέγεθος, την έκταση ή την ένταση (α. «λίγος κόσμος» β. «λίγα χρήματα» γ. «λίγη ζέστη» δ. «μὴ... αἱ σφέτεραι δέκα νῆες… …   Dictionary of Greek

  • δίοδος — Ηλεκτρονική συσκευή που παρουσιάζει υψηλότατη αντίσταση σε ηλεκτρικό ρεύμα που τη διασχίζει κατά μία φορά και αμελητέα αντίσταση σε ρεύμα που τη διασχίζει κατά την αντίθετη φορά. Είναι στοιχείο μονής κατεύθυνσης και η λειτουργία της είναι ανάλογη …   Dictionary of Greek

  • Θεοχάρης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αλέξιος. Καταγόταν από την Καισάρεια. Υπηρετούσε στη Θεσσαλονίκη σε κάποιον πλούσιο μπέη και, όταν ξέσπασε o Αγώνας, έκλεψε κοσμήματα του κυρίου του τα οποία πούλησε για vα αγοράσει όπλα. Εξόπλισε μικρό σώμα και… …   Dictionary of Greek

  • κυάθιο — Ταξιανθία που συναντάται στα μέλη της οικογένειας των ευφορβιιδών. Για μεγάλο διάστημα θεωρούσαν το κ. ερμαφρόδιτο λουλούδι, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για άθροισμα λουλουδιών. Το κεντρικό θηλυκό άνθος βρίσκεται πάνω σε ευλύγιστο ποδίσκο… …   Dictionary of Greek

  • φίλιππος — I Όνομα 5 βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Φ. A’. Γιος του Αργαίου και πατέρας του Αερόπου, τρίτος ή έκτος βασιλιάς της Μακεδονίας. Βασίλεψε από το 621 έως το 588 π.Χ., και έπεσε πολεμώντας εναντίον των Ιλλυριών. 2. Φ. B’. Πατέρας του Μεγάλου… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»